- κολλόροβον
- κολλόροβονSee also: s. καλαῦροψ
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
κολλόροβον — και κολόροβον, τὸ (Α) 1. ποιμενικὴ ράβδος 2. πιθ. ένδειξη βάρους 3. είδος νομίσματος 4. (κατά τον Ησύχ.) κορύνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κολόροβον εάν η γραφή αυτή είναι σωστή είναι πιθ. προϊόν συμφυρμού τών λ. κόλος και ῥόπαλον] … Dictionary of Greek
κολλόροβον — shepherd s staff neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλορόβου — κολλόροβον shepherd s staff neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλορόβῳ — κολλόροβον shepherd s staff neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)